- χαλκοτύπου
- χαλκότυποςforgingmasc/neut gen sgχαλκοτύποςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκότυπος — ον, Α 1. χαλκότορος* 2. αυτός που έχει χτυπηθεί με χάλκινο όπλο 3. αυτός που προκαλείται από την κρούση χάλκινων τύμπανων («χαλκοτύπου παυσάμενος μανίης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τύπος (< τύπτω), πρβλ. χρυσό τυπος. Η… … Dictionary of Greek